συμμαζεύομαι

συμμαζεύομαι
συμμαζεύομαι, συμμαζεύτηκα, συμμαζεμένος βλ. πίν. 18

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναδιπλώνω — (Α ἀναδιπλῶ, όω) 1. διπλώνω, τυλίγω, συμπτύσσω 2. παθ. α) γίνομαι διπλός, διπλασιάζομαι β) συμπτύσσομαι, συσπειρώνομαι, συμμαζεύομαι αρχ. (στη Γραμμ.) αναδιπλασιάζω, εφαρμόζω αναδιπλασιασμό*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα + διπλῶ, ώνω. ΠΑΡ. αναδίπλωση ( ις)] …   Dictionary of Greek

  • ανειλώ — ἀνειλῶ ( έω) (Α) Ι. ενεργ. 1. ξεδιπλώνω, ανοίγω 2. περιτυλίγω, στριμώχνω II. μέσ. 1. συνωθούμαι, συναθροίζομαι 2. περιορίζομαι, στενοχωρούμαι 3. (για γλώσσα) συμμαζεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ειλώ ( έω) «συνωθώ, συγκεντρώνω, τυλίγω». ΠΑΡ. αρχ …   Dictionary of Greek

  • απομαζώνω — (Μ ἀπομαζώνω) Ι. τελειώνω το μάζεμα II. ( ομαι) 1. συγκεντρώνομαι 2. μαζεύομαι στο σπίτι μου, συμμαζεύομαι …   Dictionary of Greek

  • παραμαζεύω — και παραμαζώνω 1. (σχετικά με πράγματα) μαζεύω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει να συμπτύσσω 2. συλλέγω σκόρπια αντικείμενα, συγκεντρώνω («παραμαζεύει τα φύλλα που τού σκόρπισε ο αέρας») 3. αποκτώ πολλά χρήματα, πλουτίζω 4. εμποδίζω κάτι να… …   Dictionary of Greek

  • περιμαζεύω — 1. μαζεύω πράγματα σκόρπια 2. συγκεντρώνω, περισυλλέγω (α. «περμάζωξε την αντρειά, βάλε την δύναμή σου», Ερωτοκριτ. β. «δεν μπορώ να περιμαζέψω τον νου μου») 3. συγκρατώ κάποιον από παρεκτροπές, σωφρονίζω κάποιον («πρέπει να περιμαζέψει τα παιδιά …   Dictionary of Greek

  • προσυστέλλομαι — Α συστέλλομαι, συμμαζεύομαι, μειώνομαι εκ τών προτέρων («οὕς καὶ καταχωρίσαι εἰς τὴν προσυνεσταλμένην αὐθεντίαν», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • ρικνώνω — ῥικνῶ, όω, ΝΜΑ [ῥικνός] 1. κάνω κάτι να ζαρώσει, καθιστώ κάτι ρικνό, τό σκεβρώνω 2. (μέσ. και παθ.) ρικνώνομαι και ῥικνοῡμαι, όομαι α) γίνομαι ρικνός, συρρικνώνομαι, συμμαζεύομαι, συστέλλομαι β) ρυτιδώνομαι, ζαρώνω μσν. αρχ. 1. συστέλλω 2. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • αναδιπλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ξαναδιπλώνω, μαζεύω: Ύστερα απ αυτά που του είπε αναδίπλωσε τα φτερά του. 2. το μεσ., αναδιπλώνομαι συμμαζεύομαι: Αυτά που έπαθε τον έκαναν ν αναδιπλωθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαρώνω — ζάρωσα, ζαρώθηκα, ζαρωμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να ζαρώσει: Μου ζάρωσες το πουκάμισο. 2. αμτβ., αποκτώ ζάρες: Ζάρωσε το μέτωπό μου. 3. συμμαζεύομαι από φόβο ή ντροπή: Ζάρωσε σε μια γωνιά φοβισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”